- συμπανηγυρισταί
- συμπανηγυρισταίpersons who join in keeping festivalmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπανηγυρισταί — οἱ, Α [συμπανηγυρίζω] αυτοί που πανηγυρίζουν, που εορτάζουν μαζί με άλλους … Dictionary of Greek